- περικοσμίως
- περικόσμιοςmundaneadverbialπερικόσμιοςmundanemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικόσμιος — ον, ΜΑ 1. εγκόσμιος, επίγειος 2. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που περιβάλλει τον κόσμο. επίρρ... περικοσμίως Α γύρω από τον κόσμο, γύρω από τη Γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κόσμος + κατάλ. ιος (πρβλ. εγ κόσμιος)] … Dictionary of Greek